- μαντόλα
- η муз. мандола (старинный народный инструмент, похожий на большую мандолину)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα — Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια… … Dictionary of Greek
μαντόλα — και μανδόλα, η 1. παλαιό έγχορδο μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο από το μαντολίνο, τής οικογένειας τού λαούτου, με τέσσερεις ή πέντε διπλές χορδές 2. το τενόρο και ναπολιτάνικο μαντολίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandola «αμύγδαλο», λόγω τής… … Dictionary of Greek
μαντολίνο — Μουσικό όργανο με νυσσόμενες χορδές. Ανήκει στην οικογένεια των λαούτου και προήλθε τον 18o αι. από τη μαντόλα (παραλλαγή του λαούτου σε χρήση τον 16o και τον 17o αι., διαδεδομένη κυρίως στην Ισπανία), τα χαρακτηριστικά της οποίας και διατηρεί σε … Dictionary of Greek
μανδόλα — η βλ. μαντόλα … Dictionary of Greek
μαντουρίνα ή παντουρίνα — Μουσικό νυκτό όργανο. Αποτελεί παραλλαγή της μαντόλας και ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Είναι μικρότερη από τη μαντόλα και ο ήχος της είναι μία οκτάβα οξύτερος. Είχε 4, 5 ή 6 χορδές· σήμερα έχει αποκτήσει πιο βαθύ ηχείο και έχει πλέον… … Dictionary of Greek